Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
φυγοπονώ — φυγοπονῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόπονος] είμαι φυγόπονος, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
φυγοπονώ — φυγοπόνησα, αμτβ., είμαι φυγόπονος (βλ. λ.), βαριέμαι, ακαματεύω, τεμπελιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)